μετενδούμαι

μετενδούμαι
μετενδοῡμαι, -έομαι (Α)
βλ. μετενδώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετένδεσις — μετένδεσις, ἡ (Α) [μετενδούμαι] μετεμψύχωση, μετενσωμάτωση …   Dictionary of Greek

  • μετενδώ — μετενδῶ, έω (Α) 1. λύνω κάτι από κάποιο μέρος ή από κάποιο σώμα και τό δένω σε άλλο 2. (το μέσ.) μετενδοῡμαι, έομαι (για την ψυχή) εγκαθίσταμαι, δεσμεύομαι σε άλλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν δέω «προσδένω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”